ressemblance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ressemblance | ressemblances |
ressemblance (fr) θηλυκό
- η ομοιότητα, το να μοιάζει κάτι με κάτι άλλο, ο παραλληλισμός