Μετάβαση στο περιεχόμενο

ressource

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ressource ressources

ressource (fr) θηλυκό