restado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | restado | restadoj |
αιτιατική | restadon | restadojn |
restado (eo)
- η παραμονή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | restado | restadoj |
αιτιατική | restadon | restadojn |
restado (eo)