Μετάβαση στο περιεχόμενο

restroom

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
restroom < rest + room

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
restroom restrooms

restroom (en) (αμερικανικά αγγλικά)