restroom
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| restroom | restrooms |
restroom (en) (αμερικανικά αγγλικά)
| ενικός | πληθυντικός |
| restroom | restrooms |
restroom (en) (αμερικανικά αγγλικά)