Μετάβαση στο περιεχόμενο

restructuring

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
restructuring restructurings

restructuring (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αναδιάρθρωση
      Clearance of the debts was necessary for the business restructuring.
    Η εκκαθάριση των χρεών ήταν απαραίτητη για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

restructuring (en)