Μετάβαση στο περιεχόμενο

resucée

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
resucée < resucer < re- + sucer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
resucée resucées

resucée (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) νέα γουλιά, νέα ποσότητα ενός ποτού
  2. (ειρωνικό) επανάληψη (ενός φιλμ, ενός βιβλίου)
      ce film est une resucée de Roméo et Juliette
    αυτό το φιλμ είναι μια επανάληψη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας