Μετάβαση στο περιεχόμενο

resurrect

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας resurrect
γ΄ ενικό ενεστώτα resurrects
αόριστος resurrected
παθητική μετοχή resurrected
ενεργητική μετοχή resurrecting

resurrect (en)

  • ανασταίνω
      Christ resurrected Lazarus.
    Ο Χριστός ανάστησε το Λάζαρο.