retenir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
retenir (fr)
- συγκρατώ
- (μεταφορικά) καθυστερώ
- un client m'a retenu - ένας πελάτης με καθυστέρησε
- παρακρατώ
retenir (fr)