retenir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

retenir (fr)

  1. συγκρατώ
  2. (μεταφορικά) καθυστερώ
    un client m'a retenu - ένας πελάτης με καθυστέρησε
  3. παρακρατώ