retenue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
retenue | retenues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]retenue (fr) θηλυκό
- η εγκράτεια
- η παρακράτηση, η κράτηση
- η αυτοσυγκράτηση
Μετοχή
[επεξεργασία]retenue (fr)
- → δείτε τη λέξη retenir