Μετάβαση στο περιεχόμενο

retenue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
retenue retenues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

retenue (fr) θηλυκό

  1. η εγκράτεια
  2. η παρακράτηση, η κράτηση
  3. η αυτοσυγκράτηση

Μετοχή

[επεξεργασία]

retenue (fr)

  •  δείτε τη λέξη retenir