Μετάβαση στο περιεχόμενο

retrodict

Από Βικιλεξικό

retrodict (en)

  • οπισθοβλέπω· υπολογίζω το παρελθόν, συνήθως προσεγγιστικά, με δεδομένα που έχω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]