rettangolare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rettangolare | rettangolari |
rettangolare (it) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rettangolare | rettangolari |
rettangolare (it) αρσενικό ή θηλυκό