Μετάβαση στο περιεχόμενο

revealing

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός revealing
συγκριτικός more revealing
υπερθετικός most revealing

revealing (en)

  1. αποκαλυπτικός, που αποκαλύπτει κάτι που κρατιέται κρυφό
    παράδειγμα  His testimony was revealing for the case.
    Η μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση.
  2. αποκαλυπτικός, για ρούχα
    παράδειγμα  revealing cleavage - αποκαλυπτικό ντεκολτέ

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

revealing (en)