revigliĝota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

revigliĝota

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

revigliĝota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος revigliĝi