revise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
revise | revises |
revise (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | revise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revises |
αόριστος | revised |
παθητική μετοχή | revised |
ενεργητική μετοχή | revising |
revise (en)