revoco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

revoco < re + voco

Ρήμα[επεξεργασία]

revoco (la) (revocō1, revocāvī, revocātum, revocāre)

  1. ανακαλώ
  2. ανακτώ

Κλίση[επεξεργασία]