Μετάβαση στο περιεχόμενο

revoke

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας revoke
γ΄ ενικό ενεστώτα revokes
αόριστος revoked
παθητική μετοχή revoked
ενεργητική μετοχή revoking

revoke (en)

  1. ανακαλώ, αποσύρω, ακυρώνω κάτι που ήταν επικυρωμένο
  2. πάω πάσο στα χαρτιά παρ' ότι με παίρνει να συνεχίσω