revue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
revue revues

revue (fr) θηλυκό

  1. το περιοδικό
     συνώνυμα: magazine
  2. η επιθεώρηση
     συνώνυμα: examen, inventaire
  3. η ανασκόπηση
  4. η επισκόπηση