revue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
revue | revues |
revue (fr) θηλυκό
- το περιοδικό
- η επιθεώρηση
- ≈ συνώνυμα: examen, inventaire
- η ανασκόπηση
- η επισκόπηση