revuo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revuo | revuoj |
αιτιατική | revuon | revuojn |
revuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revuo | revuoj |
αιτιατική | revuon | revuojn |
revuo (eo)