rezulto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezulto | rezultoj |
αιτιατική | rezulton | rezultojn |
rezulto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezulto | rezultoj |
αιτιατική | rezulton | rezultojn |
rezulto (eo)