rhizophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rhizophage < αρχαία ελληνική ριζοφάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rhizophage | rhizophages |
rhizophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με ρίζες