rhizophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rhizophage < αρχαία ελληνική ριζοφάγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁizɔfaʒ/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rhizophage rhizophages

rhizophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό