riĉigi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα riĉigi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | riĉigas | riĉiganta | riĉigata |
αόριστος | riĉigis | riĉiginta | riĉigita |
μέλλοντας | riĉigos | riĉigonta | riĉigota |
υποθετική | riĉigus | - | - |
προστακτική | riĉigu | - | - |
riĉigi (eo)
- κάνω κάποιον πλουσιότερο, αυξάνω τον πλούτο του