richesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- richesse < riche
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
richesse (fr) θηλυκό
- στον ενικό
- στον πληθυντικό
- τα πλούτη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη riche