rifuziĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα rifuziĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | rifuziĝas | rifuziĝanta | rifuziĝata |
αόριστος | rifuziĝis | rifuziĝinta | rifuziĝita |
μέλλοντας | rifuziĝos | rifuziĝonta | rifuziĝota |
υποθετική | rifuziĝus | - | - |
προστακτική | rifuziĝu | - | - |
rifuziĝi (eo)