rigidité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rigidité | rigidités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rigidité (fr) θηλυκό
- η ακαμψία, η δυσκαμψία
- (μεταφορικά) το ανένδοτο ενός χαρακτήρα
- (κατ’ επέκταση) η οπισθοδρομικότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rigide