rimo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rimo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rimo | rimoj |
αιτιατική | rimon | rimojn |
rimo (eo)
- η ρίμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rimo | rimoj |
αιτιατική | rimon | rimojn |
rimo (eo)