rinforzando
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rinforzando < (άμεσο δάνειο) ιταλική rinforzando (ενισχύοντας)
Επίρρημα[επεξεργασία]
rinforzando (fr)