Μετάβαση στο περιεχόμενο

ringing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

ringing (en)

  • καμπανιστός, κουδουνιστός
      his voice, ringing with emotion… - η φωνή του, καμπανιστή από την συγκίνηση
      with a ringing voice - με κουδουνιστή φωνή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ringing (en) (μη μετρήσιμο)

  • το κουδούνισμα
      ringing in my ears/in my head - κουδούνισμα στ' αυτιά/στο κεφάλι μου

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ringing (en)