ringue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ringue | ringues |
ringue (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) το ρινγκ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ringue | ringues |
ringue (pt) αρσενικό