rip
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| rip | rips |
rip (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | rip |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | rips |
| αόριστος | ripped |
| παθητική μετοχή | ripped |
| ενεργητική μετοχή | ripping |
rip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκίζω κάτι, συχνά απότομα ή βίαια
I ripped my jeans on the fence.
- Έσκισα τα τζιν μου στο φράχτη.
The flags had been ripped in two.
- Οι σημαίες είχαν σκιστεί στα δύο.
I heard the tent rip.
- Άκουσα τη σκηνή να σκίζεται.
The nail ripped a hole in my jacket.
- Το καρφί (σχίζοντας) άνοιξε μια τρύπα στο μπουφάν μου.
She ripped open the letter.
- Άνοιξε το γράμμα σκίζοντάς το.
- (μεταβατικό) τραβάω, ξηλώνω, αφαιρώ κάτι γρήγορα ή βίαια, συχνά τραβώντας το
He ripped off his tie.
- Τράβηξε τη γραβάτα του.
They carpet had been ripped from the stairs.
- Το χαλί είχε ξηλωθεί από τις σκάλες.