Μετάβαση στο περιεχόμενο

ripen

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας ripen
γ΄ ενικό ενεστώτα ripens
αόριστος ripened
παθητική μετοχή ripened
ενεργητική μετοχή ripening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ripen < ripe + -en

ripen (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ωριμάζω
      It’s the season that the oranges/tomatoes ripen.
    Είναι η εποχή που ωριμάζουν τα πορτοκάλια/οι ντομάτες.