Μετάβαση στο περιεχόμενο

risible

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
risible risibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

risible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]