robotiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁo.bo.ti.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
robotiser (fr)
- εξοπλίζω (εργαστήριο, εργοστάσιο, κλπ.) με ρομπότ
- μετατρέπω σε ρομπότ, κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει την ελευθερία του ή/και την ικανότητά του να σκέφτεται