robuste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
robuste | robustes |
robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
robuste | robustes |
robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό