rocket
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rocket | rockets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rocket (en)
- ο πύραυλος, ένα διαστημόπλοιο σε σχήμα σωλήνα που κινείται με συνεχή εκτόξευση τμήματος της μάζας της προς την αντίθετη κατεύθυνση
- ↪ How many people are in the rocket?
- Πόσα άτομα είναι στον πύραυλο;
- ↪ How many people are in the rocket?
- η ρουκέτα, ο πύραυλος, ένα βλήμα ως όπλο που ταξιδεύει στον αέρα
- ↪ They’re launching rockets.
- Εκτοξεύουν ρουκέτες.
- ↪ an antiaircraft rocket - αντιαεροπορικός πύραυλος
- ↪ a ground-to-air/ground-to-ground rocket - ένας πύραυλος εδάφους αέρος/εδάφους εδάφους
- ↪ They’re launching rockets.