Μετάβαση στο περιεχόμενο

rocket

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rocket rockets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rocket (en)

  1. ο πύραυλος, ένα διαστημόπλοιο σε σχήμα σωλήνα που κινείται με συνεχή εκτόξευση τμήματος της μάζας της προς την αντίθετη κατεύθυνση
      How many people are in the rocket?
    Πόσα άτομα είναι στον πύραυλο;
  2. η ρουκέτα, ο πύραυλος, ένα βλήμα ως όπλο που ταξιδεύει στον αέρα
      They’re launching rockets.
    Εκτοξεύουν ρουκέτες.
      an antiaircraft rocket - αντιαεροπορικός πύραυλος
      a ground-to-air/ground-to-ground rocket - ένας πύραυλος εδάφους αέρος/εδάφους εδάφους