roe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roe | roes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
roe (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- roe deer ζαρκάδι