roleplaying game
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- roleplaying game < → δείτε τις λέξεις roleplaying και game
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roleplaying game | roleplaying games |
roleplaying game (en)
- (παιχνίδι) παιχνίδι ρόλων, παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης αναλαμβάνει κάποιον ρόλο