roll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roll | rolls |
roll (en)
- (τρόφιμο) η κουλούρα (ψωμί)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο bread roll
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | roll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rolls |
αόριστος | rolled |
παθητική μετοχή | rolled |
ενεργητική μετοχή | rolling |
roll (en)
- κυλάω
- ↪ The friction on the surface of the road makes the car roll forward.
- Η τριβή με την επιφάνεια του δρόμου κάνει το αυτοκίνητο να κυλάει προς τα εμπρός.
- ↪ The friction on the surface of the road makes the car roll forward.