rolo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rolo | roloj |
αιτιατική | rolon | rolojn |
rolo (eo)
- ο ρόλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rolo | roloj |
αιτιατική | rolon | rolojn |
rolo (eo)