rompi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rompi < romp + -i
ρήμα rompi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rompas rompanta rompata
αόριστος rompis rompinta rompita
μέλλοντας rompos romponta rompota
υποθετική rompus - -
προστακτική rompu - -

rompi (eo)