ronflement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ronflement | ronflements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ronflement (fr) αρσενικό
- το ροχαλητό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ronfler