rope off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rope off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ropes off |
αόριστος | roped off |
παθητική μετοχή | roped off |
ενεργητική μετοχή | roping off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]rope off (en)
- αποκλείω με σχοινί, διαχωρίζω μια περιοχή από μια άλλη, χρησιμοποιώντας σχοινιά, για να εμποδίσω τους ανθρώπους να μπουν σε αυτήν
- ↪ The cathedral was roped off.
- Η μητρόπολη ήταν αποκλεισμένη με σχοινί.
- ≈ συνώνυμα: cordon off
- ↪ The cathedral was roped off.
Πηγές
[επεξεργασία]- rope off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω