ros
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroseh₂
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ros (la) αρσενικό
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη δυοσμαρίνι
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ros | rorēs |
γενική | roris | rorum |
δοτική | rorī | roribus |
αιτιατική | rorem | rorēs |
κλητική | ros | rorēs |
αφαιρετική | rore | roribus |
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ros (ro)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ros (sv)