roséole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roséole | roséoles |
roséole (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
roséole | roséoles |
roséole (fr) θηλυκό