rosiériste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rosiériste | rosiéristes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rosiériste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κηπουρός ειδικευμένος στην καλλιέργεια τριαντάφυλλων