rouge-gorge
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| rouge-gorge | rouges-gorges |
rouge-gorge (fr) αρσενικό
- (πτηνό) ο κοκκινολαίμης