rough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός rough
συγκριτικός rougher
υπερθετικός roughest

Επίθετο[επεξεργασία]

rough (en)

  1. βάναυσος, σκληρός
    That’s rough, losing his passport like that!
    Κρίμα να χάσει το διαβατήριό σου!
  2. ανώμαλος, τραχύς
  3. πρόχειρος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]