rougissement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rougissement < rougir
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁu.ʒis.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rougissement | rougissements |
rougissement (fr) αρσενικό
- το κοκκίνισμα