Μετάβαση στο περιεχόμενο

roulade

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
roulade roulades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roulade (fr) θηλυκό

  1. η τούμπα
  2. η ρουλάντ
  3. η κυβίστηση