roulette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
roulette | roulettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
roulette (fr) θηλυκό
- η ρουλέτα
- η μικρή ρόδα
- ένα εργαλείο του οδοντίατρου
ενικός | πληθυντικός |
roulette | roulettes |
roulette (fr) θηλυκό