roulotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
roulotte | roulottes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]roulotte (fr) θηλυκό
- η καρότσα που κινείται από άλογα, το τροχόσπιτο
ενικός | πληθυντικός |
roulotte | roulottes |
roulotte (fr) θηλυκό